γλύω

γλύω
και γλυώ (Μ γλύω)
γλυτώνω, σώζω κάποιον
νεοελλ.
γλυτώνω, λυτρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκλύω, με αποβολή τού ε- και ανομοιωτική τροπή τού -κ- σε γ- (πρβλ. εκλιστρώ -γλιστρώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… …   Dictionary of Greek

  • γλυτώνω — και γλυτρώνω και εγλυτώνω (Μ γλυτώνω και ἐγλυτώνω) 1. απαλλάσσω κάποιον από ένα κίνδυνο ή μια συμφορά, σώζω, λυτρώνω 2. αποπερατώνω, τελειώνω 3. απαλλάσσομαι από κίνδυνο ή συμφορά, λυτρώνομαι νεοελλ. φρ. 1. «από τρίχα γλύτωσα» παρά λίγο να… …   Dictionary of Greek

  • ξεγλύω — (Μ) γλυτώνω από κάποιον, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + γλύω «γλυτώνω, σώζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”